- ξυλάγγουρο
- το1. ο καρπός τής ξυλαγγουριάς2. (κατ' επέκτ.) το άγουρο πεπόνι3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ψηλός, αδύνατος και άχαρος άνθρωπος («είναι σκέτο ξυλάγγουρο»)β) αμόρφωτος, απαίδευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλάγγουρο — το 1. καρπός της ξυλαγγουριάς. 2. μτφ., άνθρωπος νωθρός, αργοκίνητος, κουτός, ξεροκέφαλος: Μωρέ τι ξυλάγγουρο είναι αυτός; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek
μεσοχείμωνο — και μισοχείμωνο (Μ μεσοχείμωνον) το μέσο τού χειμώνα νεοελλ. 1. (στον πληθ. ως επίρρ.) μεσοχείμωνα στα μέσα τού χειμώνα 2. παροιμ. «η γριά το μεσοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» λέγεται στις περιπτώσεις άκαιρων ορέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * +… … Dictionary of Greek
ξυλαγγουριά — η [ξυλάγγουρο] βοτ. άλλη κοινή ονομασία ποικιλίας τής αγγουριάς … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek